πιάστρα

πιάστρα
η, Ν
1. κομμάτι από ύφασμα με το οποίο πιάνει κανείς θερμά σκεύη («πιάνω το τσουκάλι με τις πιάστρες»)
2. το πιάστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πιασ- τού αορ. έ-πιασ-α τού πιάνω + κατάλ. -τρα (πρβλ. σφυρίχτρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πιάστρα — η καθετί που χρησιμοποιείται για πιάσιμο: Οι πιάστρες της κουζίνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • πιάσμα — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πιάνω και πιάνομαι, το πιάσιμο 2. (για δοχεία) η λαβή, το χερούλι («έσπασε το πιάσμα τής κανάτας») 3. το μέσο που χρησιμοποιεί κάποιος για να λάβει, να πιάσει κάτι, η πιάστρα («κατεβάζω το τσουκάλι από τη …   Dictionary of Greek

  • πιαστράκι — το, Ν [πιάστρα] κάθε μικρό αντικείμενο που χρησιμοποιείται για πιάσιμο ή συγκράτηση …   Dictionary of Greek

  • piastru — PIÁSTRU, piaştri, s.m. Monedă (turcească) de argint, a cărei valoare a variat în decursul timpului şi care a circulat şi în ţările române. [pr.: pi as ] – Din germ. Piaster, fr. piastre. Trimis de ana zecheru, 16.03.2004. Sursa: DEX 98  piástru… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”